βιάσασθαι

βιάσασθαι
βιά̱σασθαι , βιάω
constrain
aor inf mid (attic)
βιά̱σασθαι , βιάω
constrain
aor inf mid (doric aeolic)
βιάζω
constrain
aor inf mid

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βιάζω — (AM βιάζω) Ι.1. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου, αναγκάζω με τη βία 2. αναγκάζω με τη βία πρόσωπο σε σαρκική ένωση μαζί μου μσν. νεοελλ. πιέζω κάποιον φορτικά νεοελλ. 1. καταπιέζω, φέρνω σε δύσκολη θέση κάποιον 2. παρακινώ, παροτρύνω έντονα… …   Dictionary of Greek

  • μετριότητα — η (ΑΜ μετριότης, ητος) [μέτριος] 1. η μέση κατάσταση 2. η μετριοπάθεια («ἡμῑν δὲ αἰσχρὸν βιάσασθαι τὴν τούτων μετριότητα», Θουκ.) 3. μετριοφροσύνη, ταπεινοφροσύνη 4. μέτρια, μικρή ικανότητα («λόγω τής μετριότητάς του δεν μπόρεσε ποτέ να… …   Dictionary of Greek

  • υπερπολάζω — Α πλημμυρίζω («ἐπειδὴ δὲ ὑπερεπόλασεν ἡ ἐντός, βιάσασθαι καὶ ἀπερᾱσαι τὸ πλεονάζον», Στράβ.) [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από την πρόθεση ὑπέρ, πιθ. κατά το ρ. ἐπι πολάζω «πλημμυρίζω» (< ἐπιπολή)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”